- παλιόσκυλο
- το1. σκυλί όχι εκλεκτής ράτσας ή αδέσποτο σκυλί, κοπρίτης2. (για πρόσ.) άνθρωπος κακοήθης, αχρείος, κάθαρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + σκυλί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιόσκυλο — το 1. το παλιό, γέρικο ή όχι καλής ράτσας σκυλί: Πού το βρήκες αυτό το παλιόσκυλο; 2. το κακό, άγριο και επικίνδυνο σκυλί: Το παλιόσκυλο ρίχτηκε πάνω μου ξαφνικά. 3. μτφ., άνθρωπος σκληρός, απάνθρωπος, κακοήθης. Μην τον παρακαλάς, γιατί είναι ένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
παλιοζαγάρι — το παλιόσκυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιό) + ζαγάρι] … Dictionary of Greek